Τα αντιβιοτικά είναι φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση βακτηριακών λοιμώξεων. Προέρχονται από φυσικές ουσίες που παράγουν μικροοργανισμοί ή κατασκευάζονται συνθετικά στο εργαστήριο. Δρουν αποκλειστικά κατά των βακτηρίων, είτε σκοτώνοντάς τα (βακτηριοκτόνα) είτε αναστέλλοντας την ανάπτυξή τους (βακτηριοστατικά). Η χρήση τους απαιτεί πάντα ιατρική συνταγή και σωστή τήρηση των οδηγιών χορήγησης για αποτελεσματική θεραπεία.
Τα αντιβιοτικά δρουν μέσω διαφόρων μηχανισμών εναντίον των βακτηρίων. Κάποια καταστρέφουν το κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων, άλλα παρεμβαίνουν στη σύνθεση των πρωτεϊνών τους, ενώ κάποια αναστέλλουν την αναπαραγωγή του DNA. Ορισμένα επηρεάζουν το μεταβολισμό των βακτηρίων ή την κυτταρική τους μεμβράνη. Κάθε κατηγορία αντιβιοτικού έχει συγκεκριμένο στόχο και μηχανισμό δράσης.
Τα αντιβιοτικά δρουν αποκλειστικά κατά των βακτηρίων και δεν είναι αποτελεσματικά εναντίον ιών ή μυκήτων. Τα αντιιικά φάρμακα στοχεύουν τους ιούς, ενώ τα αντιμυκητιασικά αντιμετωπίζουν μυκητιασικές λοιμώξεις. Η λανθασμένη χρήση αντιβιοτικών για ιικές λοιμώξεις όπως το κρυολόγημα είναι αναποτελεσματική και μπορεί να προκαλέσει αντιβιοτικοαντοχή.
Οι πενικιλίνες αποτελούν την πρώτη κατηγορία αντιβιοτικών που ανακαλύφθηκε και παραμένουν από τα πιο σημαντικά φάρμακα στη σύγχρονη ιατρική. Δρουν καταστρέφοντας το κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων κατά τη διάρκεια του πολλαπλασιασμού τους. Χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία πολλών λοιμώξεων όπως:
Οι κεφαλοσπορίνες αποτελούν ευρεία οικογένεια αντιβιοτικών που χωρίζονται σε τέσσερις γενιές ανάλογα με το φάσμα δράσης τους. Είναι βήτα-λακταμικά αντιβιοτικά όπως οι πενικιλίνες και δρουν παρεμποδίζοντας τη σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος των βακτηρίων. Χρησιμοποιούνται για σοβαρές νοσοκομειακές λοιμώξεις, μηνιγγίτιδα και προφυλακτικά σε χειρουργικές επεμβάσεις. Είναι γενικά ασφαλή και καλά ανεκτά από τους ασθενείς.
Τα μακρολίδια είναι αντιβιοτικά που αναστέλλουν τη σύνθεση των βακτηριακών πρωτεϊνών δεσμευόμενα στα ριβοσώματα. Αποτελούν εξαιρετική εναλλακτική λύση για ασθενείς με αλλεργία στις πενικιλίνες. Χρησιμοποιούνται κυρίως για λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος, ατυπικές πνευμονίες και σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Έχουν καλή διείσδυση στους ιστούς και συνήθως χορηγούνται για σύντομο χρονικό διάστημα.
Η αμοξικιλίνη αποτελεί ένα από τα πιο συχνά συνταγογραφούμενα αντιβιοτικά στην Ελλάδα. Διατίθεται σε μονοσκεύασμα ή σε συνδυασμό με κλαβουλανικό οξύ για ενισχυμένη δράση. Χρησιμοποιείται αποτελεσματικά για λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος, ουρογεννητικές λοιμώξεις και λοιμώξεις δέρματος. Η διάρκεια θεραπείας κυμαίνεται συνήθως από 5-10 ημέρες ανάλογα με τη σοβαρότητα της λοίμωξης. Είναι σημαντική η τήρηση της συνταγής του γιατρού για βέλτιστα αποτελέσματα και αποφυγή αντιστάσεων.
Οι μακρολίδες αζιθρομυκίνη και κλαριθρομυκίνη προσφέρουν εξαιρετική αποτελεσματικότητα κατά των ατυπικών παθογόνων. Η αζιθρομυκίνη διακρίνεται για τη μακρά ημιζωή της, επιτρέποντας σύντομες θεραπευτικές αγωγές 3-5 ημερών. Η κλαριθρομυκίνη χρησιμοποιείται ευρέως για λοιμώξεις του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού συστήματος. Αμφότερα τα σκευάσματα παρουσιάζουν καλή ανοχή και ελάχιστες παρενέργειες, καθιστώντας τα ιδανικά για ασθενείς με αλλεργία στις πενικιλίνες.
Οι κεφαλοσπορίνες αποτελούν μια σημαντική κατηγορία αντιβιοτικών με ευρύ φάσμα δράσης. Η κεφαλεξίνη, ως πρώτης γενιάς κεφαλοσπορίνη, χρησιμοποιείται κυρίως για λοιμώξεις δέρματος και μαλακών μορίων. Οι νεότερες γενιές κεφαλοσπορινών προσφέρουν ενισχυμένη δράση κατά gram-αρνητικών βακτηρίων. Διατίθενται σε κάψουλες, σιρόπι και ενέσιμες μορφές για διαφορετικές θεραπευτικές ανάγκες. Παρουσιάζουν εξαιρετικό προφίλ ασφαλείας και ελάχιστες αλληλεπιδράσεις.
Οι κινολόνες και φθοροκινολόνες αποτελούν ισχυρά αντιβιοτικά με ευρύ φάσμα δράσης. Η σιπροφλοξασίνη και λεβοφλοξασίνη χρησιμοποιούνται για σοβαρές λοιμώξεις του αναπνευστικού και ουρογεννητικού συστήματος. Παρουσιάζουν εξαιρετική βιοδιαθεσιμότητα και διείσδυση στους ιστούς. Απαιτείται προσοχή στη συνταγογράφησή τους λόγω πιθανών παρενεργειών στους τένοντες. Συνιστάται αποφυγή συγχρήγησης με προϊόντα που περιέχουν μαγνήσιο ή ασβέστιο.
Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος αποτελούν κύρια ένδειξη χρήσης αντιβιοτικών στην καθημερινή κλινική πράξη. Περιλαμβάνουν:
Η επιλογή αντιβιοτικού βασίζεται στο πιθανό παθογόνο μικροόργανισμο, τη σοβαρότητα της λοίμωξης και τους παράγοντες κινδύνου του ασθενούς. Η έγκαιρη διάγνωση και κατάλληλη θεραπεία είναι κρίσιμες για την πρόληψη επιπλοκών.
Οι ουρογεννητικές λοιμώξεις αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με κατάλληλα αντιβιοτικά. Η οξεία κυστίτιδα συνήθως θεραπεύεται με σύντομες αγωγές, ενώ η πυελονεφρίτιδα απαιτεί παρατεταμένη θεραπεία. Τα αντιβιοτικά εκλογής περιλαμβάνουν τη σιπροφλοξασίνη, κο-τριμοξαζόλη και νιτροφουραντοΐνη. Η καλλιέργεια ούρων και antibiogram συμβάλλουν στην εξατομικευμένη θεραπεία. Συνιστάται αυξημένη πρόσληψη υγρών κατά τη θεραπευτική περίοδο.
Τα αντιβιοτικά αποτελούν βασική θεραπευτική επιλογή για δερματικές λοιμώξεις όπως η κυτταρίτιδα, η ερυσίπελας και οι λοιμώξεις τραυμάτων. Χρησιμοποιούνται επίσης στις λοιμώξεις μαλακών μορίων, συμπεριλαμβανομένων των αποστημάτων και της νεκρωτικής φασκιίτιδας. Η έγκαιρη αντιβιοτική αγωγή εμποδίζει την εξάπλωση της λοίμωξης και τις σοβαρές επιπλοκές. Η επιλογή του κατάλληλου αντιβιοτικού εξαρτάται από το είδος του παθογόνου μικροοργανισμού.
Οι γαστρεντερικές λοιμώξεις που προκαλούνται από βακτήρια όπως η Salmonella, η Campylobacter και η Clostridium difficile απαιτούν στοχευμένη αντιβιοτική θεραπεία. Τα αντιβιοτικά χορηγούνται σε σοβαρές περιπτώσεις ή σε ασθενείς υψηλού κινδύνου. Η αυθόρμητη ίαση είναι συχνή στις ήπιες μορφές γαστρεντερίτιδας.
Η πλήρης ολοκλήρωση της αντιβιοτικής αγωγής είναι κρίσιμη για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας και την πρόληψη της αντοχής. Ακόμα και όταν τα συμπτώματα υποχωρήσουν, η διακοπή της θεραπείας μπορεί να οδηγήσει σε υποτροπή της λοίμωξης με ανθεκτικά στελέχη. Οι ασθενείς πρέπει να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες του γιατρού και να μην διακόπτουν αυθαίρετα τη λήψη των φαρμάκων, ανεξάρτητα από τη βελτίωση των συμπτωμάτων.
Τα αντιβιοτικά μπορεί να προκαλέσουν ποικίλες παρενέργειες, από ήπιες γαστρεντερικές διαταραχές έως σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις. Συχνά εμφανίζονται ναυτία, διάρροια και κοιλιακό άλγος. Οι αλλεργικές αντιδράσεις μπορεί να κυμαίνονται από δερματικά εξανθήματα έως αναφυλαξία. Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνουν το γιατρό τους για τυχόν προηγούμενες αλλεργίες σε αντιβιοτικά. Σε περίπτωση σοβαρών παρενεργειών, η θεραπεία πρέπει να διακοπεί άμεσα και να αναζητηθεί ιατρική βοήθεια.
Η αντιβιοτικοαντοχή αποτελεί σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας που προκύπτει από την κατάχρηση και την ακατάλληλη χρήση αντιβιοτικών. Η πρόληψη περιλαμβάνει τη συνετή χρήση αντιβιοτικών μόνο όταν είναι ιατρικά αιτιολογημένη, την ακριβή τήρηση της δοσολογίας και τη συμπλήρωση της προγραμματισμένης θεραπείας. Οι ασθενείς δεν πρέπει να χρησιμοποιούν υπολείμματα αντιβιοτικών ή να τα μοιράζονται με άλλους. Η ορθή υγιεινή και οι εμβολιασμοί συμβάλλουν στη μείωση των λοιμώξεων και την ανάγκη για αντιβιοτικά.
Η σωστή δοσολογία και το χρονοδιάγραμμα λήψης αντιβιοτικών είναι κρίσιμα για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Οι δόσεις πρέπει να λαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα για τη διατήρηση σταθερών επιπέδων του φαρμάκου στο αίμα. Η παράλειψη δόσεων ή η τροποποίηση του χρονοδιαγράμματος μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητα και να οδηγήσει σε αντοχή. Οι ασθενείς πρέπει να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες του γιατρού και του φαρμακοποιού.
Ορισμένα αντιβιοτικά παρουσιάζουν αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα, μπορώντας να αυξήσουν ή να μειώσουν την αποτελεσματικότητά τους. Τροφές πλούσιες σε ασβέστιο ή μαγνήσιο μπορεί να επηρεάσουν την απορρόφηση συγκεκριμένων αντιβιοτικών. Είναι σημαντικό οι ασθενείς να ενημερώνουν το φαρμακοποιό για όλα τα φάρμακα και συμπληρώματα που λαμβάνουν για την αποφυγή επικίνδυνων αλληλεπιδράσεων.
Οι εγκυμονούσες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι απαιτούν ειδική προσοχή στη χορήγηση αντιβιοτικών. Στην εγκυμοσύνη προτιμώνται ασφαλή αντιβιοτικά που δεν βλάπτουν το έμβρυο. Η δοσολογία στα παιδιά υπολογίζεται με βάση το βάρος σώματος, ενώ οι ηλικιωμένοι μπορεί να χρειάζονται προσαρμογή λόγω μειωμένης νεφρικής λειτουργίας.