Η ηπατίτιδα C είναι μια ιογενής λοίμωξη που προκαλείται από τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV), ο οποίος προσβάλλει το ήπαρ και μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές. Ο ιός ανήκει στην οικογένεια Flaviviridae και χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη γενετική του ποικιλομορφία.
Ο ιός μεταδίδεται κυρίως μέσω επαφής με μολυσμένο αίμα. Οι κύριοι τρόποι μετάδοσης περιλαμβάνουν:
Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι περίπου 1-2% του πληθυσμού είναι φορέας του ιού HCV. Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε άτομα με ιστορικό χρήσης ενδοφλέβιων ναρκωτικών, σε ηλικιωμένους που έλαβαν μετάγγιση πριν το 1992, και σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση.
Η λοίμωξη από HCV χαρακτηρίζεται συχνά ως "σιωπηλή νόσος" καθώς στο 70-80% των περιπτώσεων δεν εμφανίζονται συμπτώματα στην οξεία φάση. Όταν υπάρχουν πρώιμα συμπτώματα, αυτά περιλαμβάνουν κόπωση, ναυτία, πόνο στο δεξί υποχόνδριο και σπάνια ίκτερο.
Στη χρόνια φάση, που αφορά το 85% των μολυσμένων ατόμων, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν:
Στην Ελλάδα, η διάγνωση γίνεται με ανίχνευση αντισωμάτων anti-HCV και επιβεβαίωση με PCR για το ιϊκό RNA. Οι διαθέσιμες εξετάσεις περιλαμβάνουν τον προσδιορισμό του γενότυπου του ιού, ο οποίος είναι απαραίτητος για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας. Στον ελληνικό πληθυσμό, ο γενότυπος 1b είναι ο πιο συχνός, ακολουθούμενος από τους γενότυπους 3a και 1a.
Η θεραπεία της ηπατίτιδας C έχει επαναστατηθεί με την εισαγωγή των άμεσα αντιιικών φαρμάκων (DAAs) στα ελληνικά φαρμακεία. Αυτά τα σύγχρονα φάρμακα προσφέρουν υψηλά ποσοστά θεραπείας και ελάχιστες παρενέργειες σε σύγκριση με τις παλαιότερες θεραπείες.
Η διάρκεια θεραπείας κυμαίνεται συνήθως από 8 έως 12 εβδομάδες, ανάλογα με τον γενότυπο του ιού και την κατάσταση του ασθενούς. Τα ποσοστά αποτελεσματικότητας υπερβαίνουν το 95% στους περισσότερους ασθενείς.
Ο ΕΟΠΥΥ καλύπτει πλήρως τη θεραπεία της ηπατίτιδας C με DAAs μετά από έγκριση εξειδικευμένου ιατρού. Η διαδικασία έγκρισης περιλαμβάνει υποβολή συγκεκριμένων εργαστηριακών εξετάσεων και κλινικών δεδομένων.
Τα σύγχρονα φάρμακα για την ηπατίτιδα C παρουσιάζουν γενικά ήπιο προφίλ παρενεργειών. Οι κοινότερες παρενέργειες περιλαμβάνουν κόπωση, κεφαλαλγία, ναυτία και ελαφριά γαστρεντερικά συμπτώματα.
Σπάνιες αλλά σοβαρές παρενέργειες που απαιτούν άμεση ιατρική παρακολούθηση περιλαμβάνουν βραδυκαρδία, ηπατοτοξικότητα και αλλεργικές αντιδράσεις. Ασθενείς με καρδιακά προβλήματα χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή.
Ασθενείς με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια χρειάζονται προσαρμογή δόσης. Είναι απαραίτητη η ενημέρωση του ιατρού για όλα τα φάρμακα και συμπληρώματα που λαμβάνει ο ασθενής πριν την έναρξη της θεραπείας.
Η πρόληψη της ηπατίτιδας C βασίζεται στην αποφυγή επαφής με μολυσμένο αίμα. Αποφεύγετε τη χρήση κοινών βελονών, ξυραφιών και οδοντοβουρτσών. Κατά τις ιατρικές και οδοντιατρικές επεμβάσεις, βεβαιωθείτε ότι χρησιμοποιούνται αποστειρωμένα εργαλεία.
Οι άτομα υψηλού κινδύνου περιλαμβάνουν χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, άτομα με πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους, εργαζόμενους στον τομέα υγείας και άτομα που έχουν κάνει τατουάζ ή piercing σε μη αδειοδοτημένα κέντρα. Αυτές οι ομάδες χρειάζονται τακτικό έλεγχο και ιδιαίτερη προσοχή στα προληπτικά μέτρα.
Στον χώρο εργασίας, ειδικά στα νοσοκομεία, είναι απαραίτητη η χρήση γαντιών και προστατευτικού εξοπλισμού. Παρότι δεν υπάρχει εμβόλιο για την ηπατίτιδα C, συνιστάται ο εμβολιασμός για ηπατίτιδα A και B για πρόσθετη προστασία του ήπατος.
Η τακτική παρακολούθηση των ασθενών με ηπατίτιδα C είναι κρίσιμη για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Οι εργαστηριακές εξετάσεις περιλαμβάνουν μέτρηση του ιικού φορτίου, ηπατικές δοκιμασίες και παρακολούθηση των παρενεργειών των φαρμάκων κάθε 4-12 εβδομάδες κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Η διάγνωση και η θεραπεία της ηπατίτιδας C μπορεί να προκαλέσει άγχος και κατάθλιψη. Η ψυχολογική υποστήριξη και η συμβουλευτική είναι σημαντικές για τη διατήρηση της ψυχικής υγείας των ασθενών.
Στην Ελλάδα, οι ασθενείς μπορούν να απευθυνθούν σε:
Η συμμόρφωση με τη θεραπεία, η υγιεινή διατροφή, η αποφυγή αλκοόλ και η τακτική άσκηση συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Η εκπαίδευση των ασθενών και η στήριξη από το οικογενειακό περιβάλλον είναι καθοριστικές για την επιτυχή αντιμετώπιση της νόσου.