Οι θυροειδικές ορμόνες παράγονται από τον θυρεοειδή αδένα και ρυθμίζουν τον μεταβολισμό του οργανισμού, την ανάπτυξη και τη λειτουργία του νευρικού συστήματος. Οι κύριες ορμόνες είναι η θυροξίνη (T4) και η τριιωδοθυρονίνη (T3).
Ο υποθυρεοειδισμός χαρακτηρίζεται από μειωμένη παραγωγή ορμονών, προκαλώντας κόπωση, αύξηση βάρους και βραδυκαρδία. Αντίθετα, ο υπερθυρεοειδισμός προκαλεί ταχυκαρδία, απώλεια βάρους και νευρικότητα.
Η τακτική παρακολούθηση με εργαστηριακές εξετάσεις είναι απαραίτητη για τη σωστή δοσολογία. Οι παρενέργειες περιλαμβάνουν καρδιακές αρρυθμίες και οστεοπόρωση σε περίπτωση υπερδοσολογίας.
Η ινσουλίνη είναι ζωτική ορμόνη που ρυθμίζει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, επιτρέποντας στα κύτταρα να απορροφήσουν τη γλυκόζη για ενέργεια. Παράγεται από το πάγκρεας και είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ομοιόστασης.
Ο διαβήτης τύπου 1 απαιτεί ινσουλινοθεραπεία, ενώ ο τύπου 2 μπορεί να αντιμετωπιστεί με από του στόματος φάρμακα ή ινσουλίνη σε προχωρημένα στάδια.
Η ινσουλίνη χορηγείται υποδόρια και πρέπει να φυλάσσεται στο ψυγείο. Οι σύγχρονες θεραπείες περιλαμβάνουν αναλόγους GLP-1 που βελτιώνουν τη γλυκαιμική ρύθμιση και προάγουν την απώλεια βάρους.
Τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη αποτελούν τις κύριες γυναικείες ορμόνες που ρυθμίζουν τον εμμηνορρυσιακό κύκλο, τη γονιμότητα και την υγεία των οστών. Κατά την εμμηνόπαυση, η μειωμένη παραγωγή τους προκαλεί εξάψεις, ξηρότητα κόλπου, διαταραχές ύπνου και οστεοπόρωση.
Η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης προσφέρει ανακούφιση από τα συμπτώματα της εμμηνοπαύσης, αλλά συνοδεύεται από κινδύνους όπως αυξημένη πιθανότητα θρομβοεμβολικών επεισοδίων. Διατίθεται σε πολλές μορφές:
Οι αντενδείξεις περιλαμβάνουν ιστορικό καρκίνου μαστού, θρομβώσεων και ηπατοπάθειας. Εναλλακτικές θεραπείες όπως φυτοοιστρογόνα και μη ορμονικά φάρμακα αποτελούν επιλογές για γυναίκες που δεν μπορούν να λάβουν ορμόνες.
Η τεστοστερόνη αποτελεί την κυρίαρχη ανδρική ορμόνη, υπεύθυνη για τη μυϊκή μάζα, την οστική πυκνότητα, τη λίμπιντο και τη διάθεση. Ο υποανδρογοναδισμός και η σταδιακή μείωση της τεστοστερόνης με την ηλικία (ανδρόπαυση) προκαλούν κόπωση, απώλεια μυϊκής μάζας, εξασθένηση της στυτικής λειτουργίας και κατάθλιψη.
Η αντικατάσταση τεστοστερόνης πραγματοποιείται με διάφορες μεθόδους:
Η θεραπεία απαιτεί τακτική παρακολούθηση των επιπέδων ορμόνης, της αιματοκρίτης και του προστάτη. Αντενδείξεις περιλαμβάνουν καρκίνο προστάτη και σοβαρή καρδιαγγειακή νόσο.
Τα κορτικοστεροειδή είναι ορμόνες που παράγονται φυσιολογικά από τα επινεφρίδια και διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της φλεγμονής, του ανοσοποιητικού συστήματος και του μεταβολισμού. Στη θεραπευτική πρακτική χρησιμοποιούνται ευρέως για την αντιμετώπιση φλεγμονωδών καταστάσεων, αλλεργικών αντιδράσεων και αυτοάνοσων νοσημάτων όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και το άσθμα.
Η μακροχρόνια χρήση ενέχει κινδύνους όπως οστεοπόρωση, σακχαρώδης διαβήτης και καταστολή του ανοσοποιητικού. Η διακοπή της θεραπείας πρέπει να γίνεται σταδιακά για αποφυγή συνδρόμου στέρησης.
Η ορμόνη αύξησης εκκρίνεται από την υπόφυση και ρυθμίζει την ανάπτυξη και τον μεταβολισμό. Η ανεπάρκειά της προκαλεί καθυστέρηση ανάπτυξης στα παιδιά και μεταβολικές διαταραχές στους ενήλικες. Η υποκατάστατη θεραπεία με ανασυνδυασμένη ορμόνη αύξησης αποτελεί την κύρια θεραπευτική προσέγγιση.
Η καλσιτονίνη συμβάλλει στην οστική υγεία, ενώ οι διαταραχές της προλακτίνης επηρεάζουν την αναπαραγωγική λειτουργία. Τα φάρμακα απαιτούν ψυγείο για φύλαξη και προσεκτική τεχνική χορήγησης. Οι παρενέργειες περιλαμβάνουν οιδήματα και αρθραλγίες.